χλωροπικρίνη

χλωροπικρίνη
η, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού χλωροφορμίου, γνωστό και ως τριχλωρο-νιτρομεθανιο ή νιτροχλωροφόρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. chloropicrin < χλωρ(ο)-* + πικρός + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • αέρια, πολεμικά — Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”